- εἰκοσετηρίς
- εἰκοσ-ετηρίς, ίδος, ἡ, = Lat. Vicennalia, D.C.58.24.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εἰκοσετηρίδα — εἰκοσετηρίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εικοσαετηρίδα — και εικοσετηρίδα, η (AM εἰκοσαετηρίς και εἰκοσετηρίς) 1. χρονικό διάστημα είκοσι ετών 2. επέτειος χρονικού διαστήματος είκοσι ετών … Dictionary of Greek